Η λύρα δια μέσου των χρόνων
Κλασσική Αρχαιότητα
Η λύρα της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Κλασικής Αρχαιότητας συνόδευε την απαγγελία στίχων. Αν και γενικά πιστευόταν ότι την κατασκεύασε πρώτος ο Θεός Απόλλωνας, σύμφωνα με τη μυθολογία, εφευρέτης της θεωρείται ο Θεός Ερμής. Η λύρα της κλασικής αρχαιότητας είναι παρόμοια σε εμφάνιση με μικρή άρπα, αλλά με ορισμένες διαφορές. Αποτελούνταν από το αντηχείο, τους δύο βραχίονες και το ζυγό. Παιζόταν με τα χέρια με χρήση πένας (πλήκτρο), σαν κιθάρα ήσαντούρι, και όχι σαν άρπα. Τα δάκτυλα του ελεύθερου χεριού φιμώνουν τις ανεπιθύμητες συμβολοσειρές στην απήχηση.Αρχικά είχε 7 ή 8 χορδές, η καθεμιά από τις οποίες είχε κι ένα ιδιαίτερο όνομα. Ο ήχος της έμοιαζε με αυτόν της κιθάρας, αν και ήταν ξερός. Αργότερα εμφανίστηκαν και εννιάχορδες λύρες.
Βυζαντινή Περίοδος
Στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο όρος "λύρα" (Λατινικά: lūrā) χρησιμοποιούταν για να περιγράψει ένα αχλαδόμορφο μουσικό όργανο που παιζόταν με δοξάρι, αντίστοιχο του Ραμπάμπ (Rabab) που παιζόταν στον Αραβικό κόσμο της εποχής. O Πέρσης γεωγράφος Ibn Khurradadhbih του 9ου αιώνα, αναφερόμενος στην λεξικογραφική καταγωγή των μουσικών οργάνων της εποχής κατέγραψε την λύρα με δοξάρι (lūrā), μαζί με το εκκλησιαστικό όργανο (urghun), το shilyani (πιθανότατα ένα είδος άρπας), το salandj σαν τα τυπικά όργανα των Βυζαντινών . Όμοια τρίχορδα όργανα με δοξάρι, απόγονοι της βυζαντινής lūrā εξακολοθούν να παίζονται μέχρι σήμερα σε μετα-Βυζαντινές περιοχές, όπως για παράδειγμα, η Γκαντούλκα της Βουλγαρίας, η Κρητική λύρα της Κρήτης και των Δωδεκανήσων, η λύρα της Καλαβρίας Ιταλίας και η Πολίτικη Λύρα ή (Πολίτικος κεμεντζές) στην Κωνσταντινούπολη, Τουρκία
Μετεξέλιξη της Βυζαντινής λύρας με δοξάρι (lura) είναι οι σύγχρονες αχλαδόσχημες και φυαλόσχημες λύρες που χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιοχές των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας και παίζονται με δοξάρι. Ακουστικά, έχουν κάποια ομοιότητα με το βιολί. Διαφορετικός όμως είναι ο τρόπος που κρατείται η λύρα, καθώς δεν ακουμπάει το σκάφος της στον λαιμό/κάτω γνάθο του οργανοπαίκτη όπως το βιολί αλλά ακουμπάει συνήθως στο γόνατο του όταν είναι καθιστός, η στηρίζεται στην κοιλιακή χώρα όταν είναι όρθιος. Στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται κυρίως στην Κρήτη (κρητική λύρα, αχλαδόσχημη), τα Δωδεκάνησα, (ιδιαίτερα στη Κάσο και την Κάρπαθο, ενώ στη Ρόδο παιζόταν μέχρι την δεκαετία του '60, για να επανεμφανιστεί πρόσφατα χάρη στην παρουσία του Ροδίτη Γιάννη Κλαδάκη), αλλά και στην βόρεια Ελλάδα. Οι Ρωμιοί τηςΚωνσταντινούπολης είχαν την πολίτικη λύρα (αχλαδόσχημη) και τέλος οι Πόντιοιχρησιμοποιούν τη φυαλόσχημη λύρα που λέγεται κεμεντζές, ή ποντιακή λύρα.
Οι νεότερες λύρες έχουν 3 χορδές και λόγω του έντονου ακουστικά χαρακτήρα τους, αποτελούν το κύριο όργανο (solo) με συνηθισμένη την συνοδεία άλλων οργάνων, όπως το λαούτο, το νταούλι, τη τσαμπούνα, το μαντολίνο κτλ.
Η λύρα της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Κλασικής Αρχαιότητας συνόδευε την απαγγελία στίχων. Αν και γενικά πιστευόταν ότι την κατασκεύασε πρώτος ο Θεός Απόλλωνας, σύμφωνα με τη μυθολογία, εφευρέτης της θεωρείται ο Θεός Ερμής. Η λύρα της κλασικής αρχαιότητας είναι παρόμοια σε εμφάνιση με μικρή άρπα, αλλά με ορισμένες διαφορές. Αποτελούνταν από το αντηχείο, τους δύο βραχίονες και το ζυγό. Παιζόταν με τα χέρια με χρήση πένας (πλήκτρο), σαν κιθάρα ήσαντούρι, και όχι σαν άρπα. Τα δάκτυλα του ελεύθερου χεριού φιμώνουν τις ανεπιθύμητες συμβολοσειρές στην απήχηση.Αρχικά είχε 7 ή 8 χορδές, η καθεμιά από τις οποίες είχε κι ένα ιδιαίτερο όνομα. Ο ήχος της έμοιαζε με αυτόν της κιθάρας, αν και ήταν ξερός. Αργότερα εμφανίστηκαν και εννιάχορδες λύρες.
Βυζαντινή Περίοδος
Στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο όρος "λύρα" (Λατινικά: lūrā) χρησιμοποιούταν για να περιγράψει ένα αχλαδόμορφο μουσικό όργανο που παιζόταν με δοξάρι, αντίστοιχο του Ραμπάμπ (Rabab) που παιζόταν στον Αραβικό κόσμο της εποχής. O Πέρσης γεωγράφος Ibn Khurradadhbih του 9ου αιώνα, αναφερόμενος στην λεξικογραφική καταγωγή των μουσικών οργάνων της εποχής κατέγραψε την λύρα με δοξάρι (lūrā), μαζί με το εκκλησιαστικό όργανο (urghun), το shilyani (πιθανότατα ένα είδος άρπας), το salandj σαν τα τυπικά όργανα των Βυζαντινών . Όμοια τρίχορδα όργανα με δοξάρι, απόγονοι της βυζαντινής lūrā εξακολοθούν να παίζονται μέχρι σήμερα σε μετα-Βυζαντινές περιοχές, όπως για παράδειγμα, η Γκαντούλκα της Βουλγαρίας, η Κρητική λύρα της Κρήτης και των Δωδεκανήσων, η λύρα της Καλαβρίας Ιταλίας και η Πολίτικη Λύρα ή (Πολίτικος κεμεντζές) στην Κωνσταντινούπολη, Τουρκία
Μετεξέλιξη της Βυζαντινής λύρας με δοξάρι (lura) είναι οι σύγχρονες αχλαδόσχημες και φυαλόσχημες λύρες που χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιοχές των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας και παίζονται με δοξάρι. Ακουστικά, έχουν κάποια ομοιότητα με το βιολί. Διαφορετικός όμως είναι ο τρόπος που κρατείται η λύρα, καθώς δεν ακουμπάει το σκάφος της στον λαιμό/κάτω γνάθο του οργανοπαίκτη όπως το βιολί αλλά ακουμπάει συνήθως στο γόνατο του όταν είναι καθιστός, η στηρίζεται στην κοιλιακή χώρα όταν είναι όρθιος. Στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται κυρίως στην Κρήτη (κρητική λύρα, αχλαδόσχημη), τα Δωδεκάνησα, (ιδιαίτερα στη Κάσο και την Κάρπαθο, ενώ στη Ρόδο παιζόταν μέχρι την δεκαετία του '60, για να επανεμφανιστεί πρόσφατα χάρη στην παρουσία του Ροδίτη Γιάννη Κλαδάκη), αλλά και στην βόρεια Ελλάδα. Οι Ρωμιοί τηςΚωνσταντινούπολης είχαν την πολίτικη λύρα (αχλαδόσχημη) και τέλος οι Πόντιοιχρησιμοποιούν τη φυαλόσχημη λύρα που λέγεται κεμεντζές, ή ποντιακή λύρα.
Οι νεότερες λύρες έχουν 3 χορδές και λόγω του έντονου ακουστικά χαρακτήρα τους, αποτελούν το κύριο όργανο (solo) με συνηθισμένη την συνοδεία άλλων οργάνων, όπως το λαούτο, το νταούλι, τη τσαμπούνα, το μαντολίνο κτλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου