Η Λότζια κατεδαφίστηκε σαν… ετοιμόρροπη μέσα σε μια νύχτα, το 1904…
του Αλέκου Α. Ανδρικάκη«… κατερρίπτοντο μετά λύσσης και μανίας πρωτοφανούς από ύψους 10-15 μέτρων επί του λιθοστρώτου της οδού οι κίονες και τα άλλα αρχιτεκτονικά μέλη και εθρυμματίζοντο, εν τη φοβερά δε ταύτη πτώσει ηκρωτηρίαζον και κατεκερμάτιζον και τα κάλλιστα διατηρούμενα μέρη του ισογαίου ορόφου…» Στέφανος Ξανθουδίδης, «Παναθήναια», 15 Δεκεμβρίου 1904
andrikakisalekos@gmail.com
Οι βανδαλισμοί στα ιστορικά κτίρια του Ηρακλείου, στα στοιχεία δηλαδή που διαμορφώνουν και αποδεικνύουν την ίδια την ιστορία της πόλης, δεν είναι ένα γεγονός που αφορά μόνο στη σύγχρονη εποχή, όπως το έχουμε ζήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν καταστρέφονται μόνο σήμερα από ανιστόρητους δημοτικούς παράγοντες οι αποδείξεις του παρελθόντος στο όνομα της «ανάπτυξης», προκειμένου να γίνουν μπαρ ή πολυκατοικίες. Όλα τα χρόνια της ελεύθερης Κρήτης, από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα, κράτος – όπως εκφραζόταν αυτό- και δήμος φρόντιζαν να καταστρέφουν τις αποδείξεις της ιστορίας στο όνομα του μέλλοντος… Πολύ περισσότερο όταν τα στοιχεία της ιστορίας αφορούσαν σε περιόδους που θύμιζαν την παρουσία κατακτητών, Βενετσιάνων ή Τούρκων.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, στη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας, το Ηράκλειο έχασε σημαντικά μνημεία. Τον Μάιο του 1902 κατεδαφίστηκε το τμήμα του ενετικού τείχους στην Πύλη Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) ώστε να ανοίξει η είσοδος για την πρόσβαση των κατοίκων από την ανατολική πλευρά του Ηρακλείου. Και 28 μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1904, κατεδαφίστηκε ο πρώτος όροφος του σημερινού δημαρχείου, της περίφημης Λότζια, επειδή θεωρήθηκε επικινδύνως ετοιμόρροπο κτίριο! Και στις δύο περιπτώσεις το γεγονός ότι θύμιζαν μια ανελεύθερη περίοδο για το νησί, την Ενετική, ήταν κυρίαρχο στις πρωτοβουλίες του βανδαλισμού…
Δεν είναι μόνο αυτά. Την ίδια περίοδο κατεδαφίστηκαν και άλλα μνημεία, όπως ο μικρός Κούλες, αλλά και μνημεία που θύμιζαν την Τουρκοκρατία, για να διαμορφωθεί η σύγχρονη πόλη… Αργότερα τέθηκαν ανάλογα θέματα στο όνομα της «προόδου»: μετά τη γερμανική κατοχή, όταν υπήρχε η ανάγκη η πόλη να επεκταθεί για να χωρέσει τους νέους κατοίκους και τις δραστηριότητές τους, συζητήθηκε στα σοβαρά, σε δημόσιο μάλιστα διάλογο, η κατεδάφιση των ενετικών τειχών, προκειμένου να επεκταθεί το σχέδιο πόλης! Ευτυχώς, τότε υπήρχαν φωτισμένοι άνθρωποι, όπως ο Στέργιος Σπανάκης και ο Νικόλαος Σταυρινίδης, που ύψωσαν τη φωνή τους και απέτρεψαν το έγκλημα. Αργότερα ανάλογα εγκλήματα, όπως η κατεδάφιση του ναού του Σωτήρα του κτιρίου της Καστέλας ή της Ηλεκτρικής, αλλά και πολλών μεμονωμένων κτισμάτων μικρότερης ιστορικής αξίας στην πόλη, δεν αποφεύχθηκαν.
Φυσικά και στην προηγούμενη περίοδο, της Τουρκοκρατίας, ανάλογα εγκλήματα είχαν συμβεί. Για παράδειγμα, υλικά από τα ερείπια τους αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της σημερινής νομαρχίας αλλά και για άλλα κτίρια της πόλης!
Η κατεδάφιση της Λότζια
Ήταν Σεπτέμβριος του 1904, όταν, παρά τις αντιρρήσεις κυρίως των φωτισμένων αρχαιολόγων της εποχής, όπως του Στέφανου Ξανθουδίδη, εφόρου αρχαιοτήτων Κρήτης, η Κρητική Πολιτεία έπαιρνε την απόφαση να κατεδαφίσει τον πρώτο όροφο της ενετικής Loggia, της γνωστής τότε στην πόλη με το όνομα Τσεπανές. Ο «τσαπανές» ή, όπως έμεινε στη δημώδη γλώσσα, «τσεπανές» σήμαινε αποθήκη όπλων. Με τον όρο αυτό προσδιοριζόταν όλο το συγκρότημα της Loggia και της διπλανής Armeria, που σημαίνει οπλαποθήκη.
Η Loggia ήταν το κεντρικό κτίριο της πόλης, τόπος συνάντησης των πολιτικών αρχών αλλά και των άλλων επιφανών, ευγενών, εμπόρων, πλουσίων κλπ, του Χάνδακα, στη διάρκεια της Ενετοκρατίας. Χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για τις πολιτικές, στρατιωτικές και εμπορικές συναντήσεις, αλλά ακόμη και για την τέρψη των πλουσίων, ως λέσχη των ευγενών της πόλης, οι οποίοι έπαιζαν εκεί τυχερά παιγνίδια και κυρίων ζάρια, απαγορευμένα για το λαό. Είχε κτιστεί στα μέσα του 16ου αιώνα, σχεδόν 100 χρόνια πριν την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους.
Ήταν το χαρακτηριστικό κτίριο της, σύμβολο της βενετσιάνικης κυριαρχίας, αφού οι Ενετοί σε κάθε πόλη στην οποία κυριαρχούσαν έκτιζαν ανάλογα μεγαλοπρεπή κτίσματα, με την ίδια μορφή και τεχνική. Πριν από τη Λότζια, όπως την ξέρουμε σήμερα ως έδρα του δημαρχείου, οι Ενετοί είχαν κτίσει ανάλογα κτίσματα. Το συγκεκριμένο επιβλητικό κτίσμα αποτέλεσε την τέταρτη απόπειρα των Ενετών να δημιουργήσουν μια Loggia στο πρότυπο της αντίστοιχης, μεγαλοπρεπούς, που υπήρχε στην Ενετία, όπως αναφέρει ο Στέφανος Ξανθουδίδης στο έργο του «Χάνδαξ – Ηράκλειον», που επανεκδόθηκε το 1964 με πρόλογο του Στυλιανού Αλεξίου. Οι προηγούμενες εγκαταλείφθηκαν είτε λόγω θέσης, είτε καταστράφηκαν για διάφορους λόγους. Στη θέση μάλιστα της σημερινής υπήρχε άλλη παλιότερη, σε πιο απλή όμως μορφή, Loggia.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, (1669 – 1898) το κτίριο παρέμεινε, αλλά καθώς ήταν άχρηστο για τους νέους κατακτητές σε σχέση με την προηγούμενη χρήση του, όπως γράφει ο Ξανθουδίδης, συνενώθηκε με τη διπλανή οπλαποθήκη (armeria) κι εκεί φυλάχθηκαν όλα τα βενετσιάνικα όπλα, οι πανοπλίες και ό,τι οι Ενετοί είχαν εγκαταλείψει σε οπλισμό. Αυτός ήταν ο λόγος που το σύνολο του συγκροτήματος ονομάστηκε Τσαπενές ή Τσεπανές. Ο οπλισμός αυτός σταδιακά σχεδόν εξαφανίστηκε, καθώς έγινε αρπαγή του από τους Τούρκους αξιωματούχους.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης η Λότζια, που φυσικά είχε υποστεί φθορές από το χρόνο, την αμέλεια της διοίκησης στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αλλά και το μεγάλο σεισμό του 1856, περιήλθε στην ευθύνη της Κρητικής Πολιτείας. Το κτίσμα δεν είχε φυσικά τη λάμψη του παρελθόντος, αλλά αποφασίστηκε να ανακαινισθεί και να μετατραπεί σε μουσείο. Το σχετικό σχέδιο, όπως επίσης έχει περιγράψει ο Ξανθουδίδης, είχαν καταθέσει ο Giuseppe Gerola, απεσταλμένος του Ινστιτούτου της Βενετίας και οι Ιταλοί αρχιτέκτονες Federico Halbherr και Federico Berchet. Οι εργασίες άρχισαν το 1900, αλλά δεν προχώρησαν. Κι έτσι, εκτός των άλλων, χάθηκαν πολλά χρήματα που είχαν ήδη δαπανηθεί για την ανακαίνιση, αλλά κυρίως, μετά την εγκατάλειψη του σχεδίου για μουσείο, το κτίριο παρέμεινε ερειπωμένο και σε χειρότερη κατάσταση, καθώς το είχαν τραυματίσει οι ημιτελείς αρχικές εργασίες.
Η διαμαρτυρία του Ξανθουδίδη
Και σχεδόν κρυφά, όπως γίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις, η Κρητική Πολιτεία αποφάσισε να αλλάξει τα σχέδια και αντί της ανακαίνισης του ιστορικού κτίσματος για τη μετατροπή του σε μουσείο, να κατεδαφίσει τον πρώτο όροφο, αφού τον χαρακτήρισε επικινδύνως ετοιμόρροπο… Η κατεδάφιση, η «εντελής καταστροφή», όπως αναφέρει ο Ξανθουδίδης έγινε «εν μια ημέρα και μια νυκτί», «παρά τας διαμαρτυρίας και τας συστάσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας».
Απ’ το κτίριο δεν αφαιρέθηκαν απλώς τα στοιχεία του πρώτου ορόφου προκειμένου να επαναχρησιμοποιηθούν, αλλά έγινε πραγματικός βανδαλισμός. Ο Ξανθουδίδης, σ’ ένα κείμενο – διαμαρτυρία για την καταστροφή, που δημοσιεύτηκε στα «Παναθήναια» στις 15 Δεκεμβρίου 1904, έγραφε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας τη βαρβαρότητα που επέδειξε η Κρητική Πολιτεία στο μνημείο: «Ενώ ήτο εύκολον και λογικόν να αφαιρήται μετά προσοχής το υλικόν και να φυλάσσεται δια την μέλλουσαν του κτιρίου ανακαίνισιν, κατερρίπτοντο μετά λύσσης και μανίας πρωτοφανούς από ύψους 10-15 μέτρων επί του λιθοστρώτου της οδού οι κίονες και τα άλλα αρχιτεκτονικά μέλη και εθρυμματίζοντο, εν τη φοβερά δε ταύτη πτώσει ηκρωτηρίαζον και κατεκερμάτιζον και τα κάλλιστα διατηρούμενα μέρη του ισογαίου ορόφου, μάλιστα δε τον στυλοβάτην και τα προέχοντα γείσα τα οποία και εκολόβωσαν κατά τρόπον οικτρόν».
Στο κείμενό του ο Ξανθουδίδης παρουσίαζε την ιστορία της Λότζια, εξέφραζε την έντονη αποδοκιμασία του για τη βαρβαρότητα της Κρητικής Πολιτείας, ενώ έκανε αναφορές και στην ανάγκη διατήρησης των μνημείων, ως εθνικών θησαυρών, ακόμη κι αν αυτά προέρχονταν από τους κατακτητές. Ήταν ήδη η εποχή που στο νησί κυριαρχούσε η άποψη να καταστραφεί οτιδήποτε θύμιζε το παρελθόν και τις περιόδους της σκλαβιάς, στο όνομα της «ανάπτυξης». Οι αναφορές του είναι ένα καλό μάθημα και για το σήμερα, μάθημα προς ανιστόρητες τοπικές αρχές που κατεδαφίζουν τα πάντα και αλλοιώνουν τον ιστορικό χαρακτήρα της πόλης, στο όνομα της «ανάπτυξης», της εμπορευματοποίησης των πάντων, στο πλαίσιο του «πολιτισμού του φραπέ» που κυριαρχεί πλέον στην πόλη… Έγραφε, μεταξύ άλλων ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Κρήτης και συνιδρυτής του αρχαιολογικού μουσείου, μαζί με τον Ιωσήφ Χατζηδάκη:
«Τα ιστορικά μνημεία παρ’ οιουδήποτε και αν προέρχωνται, και παρά των τυράννων και κατακτητών ακόμη, σήμερον είναι σεβαστά και πάσα πολιτισμένη Κυβέρνησις οφείλει να τα σώζη και τα διατηρή. Είναι ταύτα αι ζώσαι και φθεγγόμεναι σελίδες της πατρίου ιστορίας, ο θέλων δε να καταστρέψη τα μνημεία ταύτα δια λόγους δήθεν εθνικούς, ως αναμνιμνήσκοντα χρόνους δυστυχείς και ημέρας εθνικών συμφορών παραλογίζεται, όπως και εκείνος ο οποίος επιχειρεί να εξαλείφη εκ της ιστορίας της εθνικής τας σελίδας εκείνας, εν αις αναφέρονται ατυχίαι και συμφοραί και ταπεινώσεις εθνικαί. Αν τα μνημεία ταύτα υπενθυμίζουσι ατυχίας και συμφοράς, δεν αναμιμνήσκουσι ταυτοχρόνως το αδάμαστον φρόνημα του έθνους και αντί να ταπεινώσι τας ψυχάς, δεν παραδειγματίζουσι αυτούς δια του παραδείγματος και των ιστορικών του ατυχούς παρελθόντος διδαγμάτων; Η παρατήρησις αύτη ισχύει κατά μείζονα λόγον, όταν προς τη ιστορική συνδυάζεται και καλλιτεχνική του μνημείου αξία, όπως εν τη προκειμένη περιπτώσει. Η εξαφάνισις τοιούτου μνημείου είναι αμάρτημα εθνικόν, επιβουλή κατά της πατρίου ιστορίας, βανδαλισμός μη δικαιολογούμενος ειμή παρ’ ανθρώπους στερουμένους παντός ίχνους ενημερώσεως και ανθρωπισμού».
Η ανακατασκευή κράτησε 65 χρόνια!
Μετά την κατεδάφιση του ορόφου, ο δήμος Ηρακλείου, με δήμαρχο τον Μουσταφά Δεληαχμετάκη, ζήτησε να του παραχωρηθεί η Λότζια προκειμένου να την ανακατασκευάσει σε δημαρχείο. Η παραχώρηση έγινε στις 5 Οκτωβρίου 1905. Οι εργασίες ξεκίνησαν 9 περίπου χρόνια αργότερα. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1915 και το έργο παραδόθηκε στη δεκαετία του 1980, επί δημαρχίας Μανόλη Καρέλλη, αφού οι εργασίες διήρκεσαν 65 ολόκληρα χρόνια και γίνονταν τμηματικά και με πολλές δυσκολίες. Ανάμεσα στα προβλήματα ήταν φυσικά ο μεσολαβήσας Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς τότε οι εργασίες διακόπηκαν εντελώς. Τη μελέτη της αναστήλωσης είχε επιμεληθεί ο Ιταλός αρχαιολόγος Maximilian Ongaro, έφορος των καλλιτεχνικών μνημείων της Βενετίας, που είχε και τη γενική ευθύνη των εργασιών.
Το 1987 ο δήμος βραβεύτηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Europa Nostra για την πλέον επιτυχή αναστήλωση ιστορικού κτιρίου με σύγχρονη χρήση στον ελληνικό χώρο.
Για την ιστορία της Loggia, τις περιπέτειες στην πορεία του χρόνου και κυρίως κατά τον 20ό αιώνα, η αρχαιολόγος Λιάνα Σταρίδα κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Δοκιμάκη το έργο της «Η Λέσχη των Ευγενών του Χάνδακα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου