Μόνο στην Κρήτη διατηρήθηκαν όλες οι ελληνικές γραφές
Οι Κρήτες μπορεί να είναι
υπερήφανοι γιατί στον τόπο τους διατηρήθηκαν όλες οι μορφές ελληνικής
γραφής από την 3η χιλιετία π.Χ. μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια. Είναι η
μόνη περιοχή της Ελλάδας στην οποία συμβαίνει αυτό αποδεδειγμένα και
τεκμηριωμένα, σύμφωνα με τον πρώην διευθυντή του Επιγραφικού Μουσείου
Χαράλαμπο Κριτζά.
«Στην Κρήτη έχουμε γραφές με ιδεογράμματα και εικονογράμματα
πάνω σε σφραγιδόλιθους που χρονολογούνται στο τέλος της 3ης χιλιετίας
π.Χ.» μας είπε ο κ. Κριτζάς, μετά την ομιλία του στο πλαίσιο των
μαθημάτων της Αρχαιολογικής Εταιρείας που είναι αφιερωμένα στην Κρήτη,
καθώς φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την απελευθέρωσή της από τους
Τούρκους.
Η αφήγηση του κ. Κριτζά ακολουθεί την εξέλιξη της ελληνικής γραφής, κάνοντας την πρώτη στάση στη λεγόμενη ιερογλυφική γραφή, η οποία είναι, όπως ο ίδιος επισημαίνει, μια συστηματικότερη μορφή γραφής, με κύριο παράδειγμα το Δίσκο της Φαιστού, που κρατάει ώς σήμερα το μυστήριό του, καθώς δεν μπορεί ακόμη να διαβαστεί. Τα τελευταία δείγματα της ιερογλυφικής γραφής φθάνουν ώς το 1500 π.Χ.
«Ηδη όμως από το 1800 περίπου πρωτοεμφανίστηκε η Γραμμική Α, η οποία απέδιδε περισσότερα σύμβολα και για ένα διάστημα συνυπήρχε με τα ιερογλυφικά. Η Γραμμική Α παρέμεινε σε χρήση μέχρι το 1450 και ένα τουλάχιστον δείγμα της σώζεται σε ένα ειδώλιο με γραπτή επιγραφή που χρονολογείται στα 1375 π.Χ.».
Ποια όμως ήταν η γλώσσα στη Γραμμική Α; «Είναι η μινωική που δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και η μετεξέλιξη της Γραμμικής Α είναι η Γραμμική Β που σχετίζεται με τη μυκηναϊκή παρουσία στην Κρήτη. Τα παλαιότερα δείγματά της έχουν βρεθεί στην Κνωσό και χρονολογούνται στα 1470-1400 π.Χ. και τα νεότερα στην αρχαία Κυδωνία (σημερινά Χανιά), 1250-1200 π.Χ. Η Γραμμική Β αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 και είδαμε με ευχάριστη έκπληξη ότι η γλώσσα που κατέγραφε ήταν η ελληνική σε μια πρώιμη μορφή της.
Επομένως η Κρήτη, που ώς τότε είχε μια δική της γλώσσα προελληνική, έκτοτε έγινε κατά κύριο λόγο ελληνόφωνη περιοχή. Εμειναν όμως θύλακοι μέσα στο νησί κυρίως σε ακραίες περιοχές της ανατολικής Κρήτης, την Πραισό και Δρήρο και ενδεχομένως στην κεντρική Κρήτη την περιοχή των Αρκάδων. Εκεί οι θύλακοι φαίνεται ότι διατήρησαν την παλιά γλώσσα των Μινωιτών για τη μεταξύ τους συνεννόηση και παρέμειναν πιθανότατα μέχρι τον 3ο αι. π.Χ. δίγλωσσοι.
Οι αρχαίες πηγές από τον Ομηρο και την Οδύσσεια τους αναφέρουν ως Ετεόκρητες γηγενείς και γνήσιους Κρήτες. Εχουν σωθεί περί τις δέκα επιγραφές γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες, αλλά σε μια κατανοητή γλώσσα. Ετσι, συμπεραίνουν οι επιστήμονες ότι είναι η μινωική που διεσώθη στο στόμα των γηγενών κατοίκων».
Είναι δηλαδή σαν τα καραμανλήδικα; ρωτάμε τον κ. Κριτζά.
«Ακριβώς, σωστή η παρατήρησή σας. Είναι σαν την καραμανλήδεια γραφή, που είναι μια συμβατική γραφή της τουρκικής γλώσσας με ελληνικούς χαρακτήρες. Τη χρησιμοποιούσαν οι τουρκόφωνοι Ελληνες των ανατολικών επαρχιών της Μικράς Ασίας. Στην Κύπρο ωστόσο συνέβη το ακριβώς αντίστροφο. Εχουμε πολλές επιγραφές γραμμένες μέχρι και τα ύστερα Ελληνιστικά χρόνια σε ελληνική γλώσσα, αλλά με συλλαβογράμματα της προελληνικής κυπριακής γραφής. Στα συλλαβογράμματα ξέρουμε τη φωνητική τους αξία και διαβάζουμε έτσι μια ελληνική γλώσσα. Υπάρχουν πάρα πολλές επιγραφές στην Πάφο που τεκμηριώνουν αυτό ακριβώς».
Ας γυρίσουμε όμως στην Κρήτη.
«Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου αρχίζουν οι λεγόμενοι σκοτεινοί αιώνες. Λέγονται έτσι γιατί από τον 11ο έως τις αρχές του 9ου αι. π.Χ. δεν έχουμε γραπτά μνημεία. Πλήρες σκότος. Οι Ελληνες έρχονται σε επαφή με τους Φοίνικες στις ακτές βορείως της Παλαιστίνης και της Συρίας, οι οποίοι είχαν αλφαβητική γραφή, υιοθετούν το φοινικικό αλφάβητο, το οποίο όμως δεν είχε φωνήεντα. Προσθέτουν φωνήεντα κι έτσι δημιουργήθηκε το πρώιμο αλφάβητο που στην Κρήτη ειδικά είχε 18 σύμβολα. Τα γράμματα τα λέγανε "φοινικήια γράμματα", εκείνος που ήξερε να γράφει τα νέα γράμματα λεγόταν "φοινικιστής" και ο γραφέας αυτών των γραμμάτων "φοινικογράφος". Η αρχαιότερη γραφή διασώζεται σε ένα αγγείο του 830-770 π.Χ. που έχει βρεθεί στη νεκρόπολη Osteria Dell' Osa στο Λάτιο της Ν. Ιταλίας. Είναι μια σύντομη επιγραφή με πέντε γράμματα».
Στην Κρήτη η παλαιότερη γραφή έχει εντοπιστεί στη Φαιστό πάνω σε ένα πιθάρι του τέλους του 8ου αι. π.Χ. Γράφει ότι αυτός ο πίθος είναι του Ερπετίδαμου, του γιου της Παιδοφίλας.
Εκτοτε έχουμε πάρα πολλές αρχαϊκές επιγραφές νομικού χαρακτήρα, τις οποίες χάραζαν στους τοίχους δημόσιων κτηρίων και ναών. Με αυτό τον τρόπο τις δημοσίευαν για να γίνουν σεβαστές. Κυριότερο παράδειγμα, η λεγόμενη «βασίλισσα των επιγραφών» της Γόρτυνας (480-460 π.Χ.), που είναι γραμμένη βουστροφηδόν σε δωρική διάλεκτο και αποτελεί τον πρώτο κώδικα της Ευρώπης. Είναι μια συλλογή νομικών διατάξεων αστικού κυρίως δικαίου, το οποίο αυτή την περίοδο δεν είναι διακριτό από το ποινικό δίκαιο. Η επιγραφή της Γόρτυνας αποκαλύφθηκε πλήρως το 1884 και όπως λέει ο κ. Κριτζάς έχει πρωτοποριακές διατάξεις για τα δικαιώματα των γυναικών.
Για παράδειγμα, προστάτευε την περιουσία της γυναίκας ώστε να μην μπορεί να την πουλήσει ο άνδρας της και να την κληρονομήσουν τα παιδιά της. Επίσης προστάτευε και τα δικαιώματα των δούλων, ενώ ο νομοθέτης λάμβανε πρόνοια και για τις ορφανές από πατέρα κοπέλες, οι οποίες έπρεπε να παντρευτούν άνδρα κατά προτεραιότητα από τη φυλή τους και αν δεν βρισκόταν τέτοιος να αναζητούνταν κάποιος από άλλη φυλή.
Η πρώτη διάταξη πάντως μετά την επίκληση του θείου σε αυτή την επιγραφή αφορούσε την απαγόρευση σύλληψης κάποιου πριν από τη δίκη. «Οποιος πρόκειται να αρχίσει δικαστικό αγώνα περί ελευθέρου ή δούλου να μην τον συλλαμβάνει πριν τη δίκη» γράφει. Κι αυτό συνέβαινε για να αποτραπεί η αυτοδικία από τους ισχυρούς. Ο νόμος μάλιστα προστάτευε και εκείνον που θα παρείχε άσυλο στον υπόδικο. Στη δίκη πάντως μεγάλο ρόλο έπαιζαν οι μάρτυρες και ήταν πολύ ισχυρός ο όρκος, ο οποίος είχε μάλιστα τεράστια αποδεικτική αξία στην Κρήτη, σύμφωνα με τον κ. Κριτζά.
Υπάρχουν επίσης επιγραφές που αφορούν σε συνθήκες μεταξύ πόλεων και νησιών, αλλά και παράκτιων ιερών. Ηταν ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουν την ασυλία τους σε περίπτωση που τους προσλάμβαναν Κρήτες πειρατές, οι οποίοι λυμαίνονταν τις παράκτιες περιοχές.
Η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε στην Κρήτη και στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. Ελάχιστες είναι οι λατινικές επιγραφές που έχουμε σκαλισμένες σε οικοδομήματα. Η ελληνική γραφή και γλώσσα κυριαρχεί βεβαίως και στα βυζαντινά χρόνια. Ακολούθησαν οι Αραβες κατακτητές της Κρήτης από το 823 μέχρι το 921, οι οποίοι χρησιμοποιούν για τα επίσημα έγγραφα και τα νομίσματα τα αραβικά. Στην Κρήτη έχουν μείνει ελάχιστα τοπωνύμια από αυτή την περίοδο, ενώ οι Ενετοί που ακολούθησαν (1210-1669) άφησαν άφθονες επιγραφές στη γλώσσα τους πάνω στα τείχη, σε δημόσια οικοδομήματα, κρήνες κ.λπ. Ο λαός όμως όχι μόνο δεν έχασε τη λαλιά του αλλά τη μετέδωσε και στους κατακτητές. Κατά την τουρκική κατάκτηση στα επίσημα έγγραφα χρησιμοποιούνται τα τουρκικά, αλλά οι Ελληνες διατηρούν τη γραφή και την ομιλία τους.