Αφήστε τονε να περνά απ’ των Χανιών την πόρτα
και να φορεί και τ’ άρματα όπως τα φόρειε πρώτα.
-Αφήστε τονε να περνά μα δεν έχει διασάκι,
Παλμέτη τονε λέγουνε από το Καμαράκι.
Ο Παλμέτης δε δέχτηκε την αμνηστία, όπως λέει κι ο στίχος παρακάτω:
Πολλοί Ρωμιοί εμουτίσανε και δώσανε κι αράι,
μ’ αυτός από τον πόλεμο ίνα δεν παντονιάρει.
(Η συμφωνία για ανακωχή λέγεται αράι ή ράι).
Μονο μηνά των τών Τουρκών και πέμπει των και γράμμα:
-Εγώ μουτής δε γίνομαι, δίχως κανένα πράμα.
Αλλά ας τ’ ακούσουμε καλύτερα στο τραγούδι:
Κοντό και να του βγάλανε τραγούδι του Παλμέτη,
που φόρειενε το λαχουρί και τ’ άρματα στο μπέτη;
Με το συχνοψιχάλισμα φυτρώνει το λουλούδι,
αφρουκαστείτε να σας πω παλικαριού τραγούδι.
Αφρουκαστείτε να σας πω για έναν αντρειωμένο,
που η Ιστορία έπρεπε να ‘χει στεφανωμένο.
Παλμέτη τον ελέγανε αυτό το παλικάρι,
του δυτικού Μαλεβιζιού το ξακουστό λιοντάρι.
Ετούτος εκατάγετο από ένα χωριουδάκι,
‘πό τις Γωνιές ποκατωθιό, που λένε Καμαράκι.
Στο Καμαράκι το χωριό ήτανε γεννημένος
και εκεί εμεγάλωσε αυτός ο αντρειωμένος.
Την εποχή που η Τουρκιά εσκότωνε κι εκρέμα,
ο Παλμέτης εκδικήθηκε των Χριστιανών το αίμα.
Τα αίτια που βγάλανε εις το κλαρί το Γιάννη
και ένα όρκο έδωκε σκλάβος να μην ποθάνει:
Δεν εβαστούσε στην καρδιά να βλέπει να πειράζουν
καθημερνώς τους Χριστιανούς και να τους ατιμάζουν.
Μια ταχινή σηκώνεται, στη Χώρα κατεβαίνει,
περνάει τη Χανιόπορτα, στο Μεϊντάνι βγαίνει.
Εκεί τονε συνάντησε ο Τούρκος ο Μεκιάνης,
και λέει του: -Ίντα βαστάς κι ίντα πουλείς μρε Γιάννη;
-Τυρί κρατώ και το πουλώ κι αν θες να σου το δώσω,
γιατί χρωστώ ενούς λεφτά και θέλω να πλερώσω.
Επήρε ο Τούρκος το τυρί, δε θέλει να πλερώσει,
κι από το σπίτι γρήγορα θέλει να τονε διώξει.
Μα ο Παλμέτης δε βαστά και σα θεριό εγίνη
και μια βεργιά στην κεφαλή η του Μεκιάνη δίνει.
Έπεσε κάτω, κι άρχισε χάμαι και τον κλοτσούσε,
σαν το σταφύλι άγρια τονε τσαλοπατούσε.
Ο Τούρκος ξεζαλίστηκε και στον πασά πηγαίνει
με ματωμένο το κορμί, την κεφαλή σπασμένη.
Λέγει: -Ο Παλμέτης μ’ έδειρε δίχως καμιάν αιτία
και θέλω να του δώσετε θάνατο τιμωρία.
Μια μέρα στέλνει ο αγάς δυο Τούρκους απ’ τη Χώρα,
στο Καμαράκι πήγανε κατά τις τρεις η ώρα.
Τα άλογα πεζέψανε, τα δένουν και ρωτούνε,
πως τον Παλμέτη θέλουνε εξάπαντος να δούνε.
Μα ο Παλμέτης έβλεπε πρόβατα στο Κεφάλι
και θώρειε ίντα γίνεται με προσοχή μεγάλη.
Και βγάζει την απόφαση, πρέπει να σκοτωθούνε,
και πίσω στο Ηράκλειο να μην ξαναφανούνε.
Είχ’ ένα φίλο απ’ τις Γωνιές που Βλάχος εγρικάτο,
που εμακέλευγε κι αυτός το τούρκικο μιτάτο.
Κάτω στο Ποροφάραγγο οι δυο τους κατεβαίνουν,
τους Τούρκους περιμένανε οντε θελα γιαγέρνουν.
Και δεν επέρασε πολλή ώρα να κατεβούνε
και στην παγίδα τω θεριών η τα σκυλιά να μπούνε.
Αφήνουν τους και προχωρούν, κοντά κοντά σιμώνουν
και στην κορφή της κεφαλής με τέχνη τους ξαμώνουν.
Σαν αστραπή πετάχτηκαν, οι βέργες κατεβήκαν
εις την κορφή της κεφαλής και χάμαι γκρεμιστήκαν.
Επήραν τα τουφέκια των, τσι σφαίρες που βαστούσαν
και με αυτά αρχίσανε Τούρκους και πολεμούσαν.
Κάτω εις το Σκλαβόκαμπο Τούρκους αιχμαλωτίζει
κι είχε μανία την Τουρκιά σε ταύκους να γκρεμίζει.
Πέρα μακριά στο Στρούμπουλα είχε κι εκεί λημέρι
και την Τουρκιά επολέμανε νύχτα και μεσημέρι.
Είχε και μιαν Ανωγειανή που τον εβοηθούσε,
όπου με πόνο στην καρδιά τους Τούρκους πολεμούσε.
Αυτή ‘ταν απ’ τους Νιώτηδες κι ήτανε στο λημέρι
και τον Παλμέτη βοηθά νύχτα και μεσημέρι.
Αυτή ψηλά ανέβαινε, ποπάνω απ’ το λημέρι
κι όταν οι Τούρκοι ερχότανε εχτύπανε ένα λέρι.
Και με τους χτύπους έδινε σινιάλο αποκάτω
και τους περικυκλώνανε, τους ρίχναν σ’ έναν ταύκο.
Μια μέρα τρεις επιάσανε, στον ταύκο τσ’ οδηγούνε
και λεν τους να πηδήξουνε αν θένε να σωθούνε.
Ο ένας ήταν δυνατός κι επέρασε από πέρα,
σε τραμιθιά εκρεμάστηκε με τη δεξά του χέρα.
Και ο Παλμέτης τράβηξε γρήγορα το σπαθί του,
εζούγλανε τη χέραν του και πήρε τη ζωήν του.
Δεκάδες Τούρκους έριξε εκείνανα τα έτη
και σήμερα ακούγεται «ο ταύκος του Παλμέτη».
Πολλοί Ρωμιοί εμουτίσανε και δώσανε κι αράι,
μ’ αυτός από τον πόλεμο ίνα δεν παντονιάρει.
Μονο μηνά των τών Τουρκών και πέμπει των και γράμμα:
-Εγώ μουτής δε γίνομαι, δίχως κανένα πράμα.
-Αφήστε τονε να περνά απ’ των Χανιών την πόρτα
και να φορεί και τ’ άρματα όπως τα φόρειε πρώτα.
-Αφήστε τονε να περνά μα δεν έχει διασάκι,
Παλμέτη τονε λέγουνε από το Καμαράκι.
Πέντε ήταν οι Ανωγειανοί που βγήκαν στο ποδάρι
κι είν’ ο Παλμέτης μοναχός, τ’ όμορφο παλικάρι.
Τετράδη κάνει γράμματα ο Νιώτης στον Παλμέτη,
στο Στρούμπουλα να κατεβεί να σμίξουνε την Πέφτη.
Στο Στρούμπουλα εμονιάσανε και κάμαν το τερτίπι
κι εφέραν αποτέλεσμα στη σκλαβωμένη Κρήτη.
Μια μέρα εκατέβηκε στη Χώρα, στο λιμάνι
και ήτανε κατάκοπος κι ο ύπνος τονε πιάνει.
Εκεί που εκοιμότανε, δυο Τούρκοι του σιμώνουν,
δυο μπαλωθιές του ρίξανε κι εκεί τονε σκοτώνουν.
Εμούγκρισε σαν το θεριό με μάτια αγριεμένα:
-Στον ύπνο με σκοτώνετε θεριά καταραμένα.
Εκατό ένα έσφαξα Τούρκους, το λέω τώρα,
και θέλω να το μάθουνε οι Χριστιανοί στη Χώρα.
Έτσι τελείωσε η ζωή, με μιαν αυτοθυσία,
μα όμως αδικήθηκε από την Ιστορία.
Γιατί έπρεπε στον Κόρακα δίπλα κι αυτός να στέκει,
αρματωμένος με σπαθί και να κρατά τουφέκι.
Μα ‘ναι πολλοί οι πετεινοί που κράζουν δίχως γνώση,
γι’ αυτό και εις τη χώρα μας αργεί να ξημερώσει.
.
Μακριδάκης Νικόλαος
Μακριδάκης Αντώνιος
Από το Καμαράκι Μαλεβιζίου