Βιτσέντζος Κορνάρος
Η Θυσία του Αβραάμ
Η Θυσία του Αβραάμ είναι θρησκευτικό δράμα· πρότυπό της είναι ο Ισαάκ του Ιταλού Luigi Groto. Οι πιο πολλοί μελετητές δέχονται σήμερα ότι η Θυσία είναι νεανικό έργο του ποιητή του Ερωτόκριτου
Βιτσέντζου Κορνάρου. Το ελληνικό έργο όμως είναι πολύ ανώτερο από το
ξένο πρότυπό του. Η ιδιοτυπία του είναι ότι καταργεί όλα τα εξωτερικά
-συμβατικά- γνωρίσματα ενός θεατρικού έργου, όπως είναι η διαίρεση σε
πράξεις και σκηνές, ο χορός, ο χώρος και ο χρόνος. Το έργο όμως έχει
δραματική υφή και παρουσιάζει με ζωντάνια τον ατομικό πόνο. Ο ποιητής
δεν επιμένει τόσο στη θρησκευτική συγκίνηση, όσο στη διαγραφή της
ψυχολογικής κατάστασης των προσώπων. Παρουσιάζει αριστοτεχνικά την
ψυχολογία του παιδιού, του πατέρα και της μάνας, καθώς και τους δεσμούς
και τα αισθήματα που τους συνδέουν.
Δίνουμε ένα απόσπασμα από το αίσιο τέλος της φριχτής δοκιμασίας
του Αβραάμ. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να θυσιάσει το μοναχογιό του, η
πίστη του είχε πια δοκιμαστεί. Η λύση του δράματος
εξελίσσεται ραγδαία. Εμφανίζεται αμέσως ο άγγελος, για να αποτρέψει τη
θυσία και ο Αβραάμ στη θέση του παιδιού θυσιάζει ένα κριάρι. Πατέρας και
γιος φεύγουν χαρούμενοι από το βουνό. Από τους δούλους, που συναντούν
στο δρόμο, στέλνει ο Αβραάμ το Σιμπάν να αναγγείλει γρήγορα στη Σάρρα τη
χαρμόσυνη είδηση. Ο Σιμπάν συναντά την Άντα που έρχεται προς το μέρος
του αναζητώντας τον Αβραάμ και τον Ισαάκ:
ΣΙΜΠΑΝ
Άντα, ποια τύχη σ' έφερε 'ς τούτο το μονοπάτι
και είναι πίκρα και χολή η όψη σου γεμάτη;
Η Σάρρα τάχ' απόθανε κι ήρθες να 'πεις μαντάτο;
εγώ βαστώ άλλο καλό κι όλο χαρές γεμάτο·
αφέντης μας και το παιδί τον Θιον επροσκυνήσα,
στον πόλεμο οπού εμπήκασι σήμερον ενικήσα
κι επέψασιν εμέν' ομπρός να φέρω το μαντάτο,
που 'ναι χαρές, παρηγοριές, καλές καρδιές γεμάτο.
και είναι πίκρα και χολή η όψη σου γεμάτη;
Η Σάρρα τάχ' απόθανε κι ήρθες να 'πεις μαντάτο;
εγώ βαστώ άλλο καλό κι όλο χαρές γεμάτο·
αφέντης μας και το παιδί τον Θιον επροσκυνήσα,
στον πόλεμο οπού εμπήκασι σήμερον ενικήσα
κι επέψασιν εμέν' ομπρός να φέρω το μαντάτο,
που 'ναι χαρές, παρηγοριές, καλές καρδιές γεμάτο.
ΑΝΤΑ
Ω Κύριε, παντοδύναμε, αφέντη των πραμάτω,
δόξα στην εσπλαχνία σου με το γλυκύ μαντάτο,
που 'πεψες ανιπόλπιστα κι αφνίδια εις τη Σάρρα,
που την ηφάνισ' ο καημός και του παιδιού η τρομάρα·
απού 'ρχουμου στον Αβραάμ να 'πω να το κατέχει,
πως είν' στην ύστερη αναπνιάν και γλιτωμό δεν έχει.
Σιμπάν, και καλοπέ μου το, μην είσαι σαν χαημένος,
ειντά 'καμεν ο Αβραάμ κι εβγήκε κερδεμένος;
δόξα στην εσπλαχνία σου με το γλυκύ μαντάτο,
που 'πεψες ανιπόλπιστα κι αφνίδια εις τη Σάρρα,
που την ηφάνισ' ο καημός και του παιδιού η τρομάρα·
απού 'ρχουμου στον Αβραάμ να 'πω να το κατέχει,
πως είν' στην ύστερη αναπνιάν και γλιτωμό δεν έχει.
Σιμπάν, και καλοπέ μου το, μην είσαι σαν χαημένος,
ειντά 'καμεν ο Αβραάμ κι εβγήκε κερδεμένος;
ΣΙΜΠΑΝ
Δεν είν' καιρός να σου μιλώ εδώ στο μονοπάτι,
μ' α θέλεις να μ' αφουκραστείς, ακλούθα και πορπάτει.
Αφήνω σε και δεν μπορείς, απόμεινε στη στράτα·
δε θέλουσι παραθεσμιά ποτέ καλά μαντάτα.
μ' α θέλεις να μ' αφουκραστείς, ακλούθα και πορπάτει.
Αφήνω σε και δεν μπορείς, απόμεινε στη στράτα·
δε θέλουσι παραθεσμιά ποτέ καλά μαντάτα.
ΣΑΡΡΑ
Βουηθάτε μου να σηκωθώ· κράτει μ' απού το νώμο,
κοντά στη στράτα κάτσε με να συντηρώ το δρόμο,
για να μπορέσω να ρωτώ όσοι κι ανέ περνούσι,
για το φρικτό μυστήριον αν ξεύρουν να μου 'πούσι.
Ταμάρ, καημένη, κάτεχε, η γι όρεξή μου λέγει,
μαντάτο τση παρηγοριάς για λόγου μου στρατεύγει
και σα δαμάκι αλάφρωση γρικώ στα σωθικά μου
και σαν αέρα και δροσά τριγύρου στην καρδιά μου.
κοντά στη στράτα κάτσε με να συντηρώ το δρόμο,
για να μπορέσω να ρωτώ όσοι κι ανέ περνούσι,
για το φρικτό μυστήριον αν ξεύρουν να μου 'πούσι.
Ταμάρ, καημένη, κάτεχε, η γι όρεξή μου λέγει,
μαντάτο τση παρηγοριάς για λόγου μου στρατεύγει
και σα δαμάκι αλάφρωση γρικώ στα σωθικά μου
και σαν αέρα και δροσά τριγύρου στην καρδιά μου.
ΤΑΜΑΡ
Γρικάς, κερά μου, ωσά φωνή που αντιλαλεί στη βρύση;
θωρείς εκείνο οπού γλακά κοντά στο κυπαρίσσι;
θωρείς εκείνο οπού γλακά κοντά στο κυπαρίσσι;
ΣΑΡΡΑ
Εκείνος είν' ο δούλος μας, σώπαινε, να γρικήσω·
είντα φωνιάζει δε μπορώ να του ξεκαθαρίσω.
είντα φωνιάζει δε μπορώ να του ξεκαθαρίσω.
ΤΑΜΑΡ
Κερά, καλώς το 'δέκτηκες, το τέκνο συντροφιάζει
καλά μαντάτα μάς βαστά, χαρές, χαρές φωνιάζει.
καλά μαντάτα μάς βαστά, χαρές, χαρές φωνιάζει.
ΣΑΡΡΑ
Ώφου καρδιάς απόκτυπος, ώστε να μου σιμώσει!
κι είντα μαντάτο να 'ρχεται ο δούλος να μου δώσει;
κι είντα μαντάτο να 'ρχεται ο δούλος να μου δώσει;
ΣΙΜΠΑΝ
Κερά, τα συχαρίκια μου, επά 'ναι το παιδί σου,
επά σιμά 'ναι η ζήση σου κι η παρηγόρηση σου.
Και πούρι όλα τα κλάηματα, τα βάσανα κι η πρίκα,
όλα χαρές, όλα δροσές σήμερον εγενήκα.
Τυχαίνει να πρεμαζωκτού δικοί και φίλοι ομάδι,
ν' αποδεκτού τον Ισαάκ, που 'ρχετ' απού τον άδη.
Επά σιμά 'ν' ο Ισαάκ, επά χαρές μεγάλες,
επά 'ν' το κανακάρικο κι άνοιξε τσοι αγκάλες.
επά σιμά 'ναι η ζήση σου κι η παρηγόρηση σου.
Και πούρι όλα τα κλάηματα, τα βάσανα κι η πρίκα,
όλα χαρές, όλα δροσές σήμερον εγενήκα.
Τυχαίνει να πρεμαζωκτού δικοί και φίλοι ομάδι,
ν' αποδεκτού τον Ισαάκ, που 'ρχετ' απού τον άδη.
Επά σιμά 'ν' ο Ισαάκ, επά χαρές μεγάλες,
επά 'ν' το κανακάρικο κι άνοιξε τσοι αγκάλες.
ΣΑΡΡΑ
Έδε μαντάτο το 'φερες, έδε μαντατοφόρος,
και κάμπος οπού γίνηκε το γρινιασμένον όρος!
Δόξα του ύψιστου Θεού και επί γης ειρήνη,
οπού 'δειξες του Αβραάμ σπλάχνος κι ελεημοσύνη·
οπού 'λυπήθης σήμερο κι εμέ τα γερατειά μου
και ήπαψες τους πόνους μου κι ήγιανες την καρδιά μου.
Ω πολυέλεε Θεέ, δοξάζω τ' όνομα σου,
φύλλο δεν πέφτει οκ το δεντρό χωρίς το θέλημά σου.
Δεν ημπορώ να καρτερώ, να στέκω ν' ανιμένω·
πα ν' απαντήξω του παιδιού γή απού το νου μου βγαίνω.
Επά 'ναι ο κανακάρης μου, ώφου, η ψυχή μου βγαίνει
και η καρδιά μου δε βαστά'ς τόση χαρά που μπαίνει.
Κράτει μ' επά στα χέρια σου, οπού 'μαι ακουμπισμένη,
κράτει με, κι απού τη χαρά γρικώ κι η ψη μου βγαίνει.
και κάμπος οπού γίνηκε το γρινιασμένον όρος!
Δόξα του ύψιστου Θεού και επί γης ειρήνη,
οπού 'δειξες του Αβραάμ σπλάχνος κι ελεημοσύνη·
οπού 'λυπήθης σήμερο κι εμέ τα γερατειά μου
και ήπαψες τους πόνους μου κι ήγιανες την καρδιά μου.
Ω πολυέλεε Θεέ, δοξάζω τ' όνομα σου,
φύλλο δεν πέφτει οκ το δεντρό χωρίς το θέλημά σου.
Δεν ημπορώ να καρτερώ, να στέκω ν' ανιμένω·
πα ν' απαντήξω του παιδιού γή απού το νου μου βγαίνω.
Επά 'ναι ο κανακάρης μου, ώφου, η ψυχή μου βγαίνει
και η καρδιά μου δε βαστά'ς τόση χαρά που μπαίνει.
Κράτει μ' επά στα χέρια σου, οπού 'μαι ακουμπισμένη,
κράτει με, κι απού τη χαρά γρικώ κι η ψη μου βγαίνει.
ΙΣΑΑΚ
Μάνα μ', επά 'ν' το τέκνο σου, όλο χαρές γεμάτο,
ανάστησέν το ο Θεός απού τση γης τον πάτο.
Δε μου μιλείς; δε μου γελάς και δε με κανακίζεις;
δεν είμ' εγώ ο Ισαάκ; καλέ, δε με γνωρίζεις;
Τα περασμένα εδιάβησαν και τα γραμμένα ελιώσα,
επάψασι τα κλάηματα, τα βάσανα ετελειώσα.
Ας τη χαρούμε σήμερο ετούτη την ημέρα
κι απού τον άδη έρχομαι και ζωντανό μ' εφέρα.
ανάστησέν το ο Θεός απού τση γης τον πάτο.
Δε μου μιλείς; δε μου γελάς και δε με κανακίζεις;
δεν είμ' εγώ ο Ισαάκ; καλέ, δε με γνωρίζεις;
Τα περασμένα εδιάβησαν και τα γραμμένα ελιώσα,
επάψασι τα κλάηματα, τα βάσανα ετελειώσα.
Ας τη χαρούμε σήμερο ετούτη την ημέρα
κι απού τον άδη έρχομαι και ζωντανό μ' εφέρα.
ΣΑΡΡΑ
Πριν να σε περιλαμπαστώ, να σε γλυκοφιλήσω,
τ' Αφέντη, οπού σ' εγλίτωσε, θα πα να 'φκαριστήσω.
τ' Αφέντη, οπού σ' εγλίτωσε, θα πα να 'φκαριστήσω.
μαντάτο: είδηση.
έπεψες (πέμπω): έστειλες.
αφνίδια: ξαφνικά.
κατέχω: ξέρω, καταλαβαίνω.
είντα: τι.
αφουκρούμαι (ακροώμαι): ακούω προσεχτικά.
πορπάτει: περπατά.
παραθεσμιά: αναβολή, βραδύτητα.
συντηρώ: παρατηρώ με προσοχή.
ανέ: αν.
μαντάτο στρατεύγει: αγγελία έρχεται.
δαμάκι: λίγο, λιγάκι.
γρικώ: ακούω.
γλακώ: τρέχω.
φωνιάζω: φωνάζω.
συντροφιάζω: συνοδεύω.
απόκτυπος: ο χτύπος.
επά: εδώ.
πούρι: γι' αυτό.
πρίκα (πίκρα): πικρία, λύπη.
να πρεμαζωκτού (πρεμαζώνομαι): να συναχτούν.
να αποδεκτού: να υποδεχτούν.
κανακάρης: (κανακάρικο)· χαϊδεμένος.
έδε (από την προστακτ. ιδέ): να.
γρινιασμένος: σκυθρωπός, κατσουφιασμένος.
ανιμένω: αναμένω, περιμένω.
να απαντήξω: να συναντήσω.
ψη: ψυχή.
κανακίζω: χαϊδεύω.
περιλαμπάνω: αγκαλιάζω.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Πώς προετοιμάζει ο ποιητής ψυχολογικά τη Σάρρα για τη συνάντηση;
- Πώς κλιμακώνονται οι αντιδράσεις της;
- Συμμετέχουν ψυχικά οι δούλοι στα γεγονότα;
- Μπορεί το απόσπασμα του βιβλίου μας να αποτελέσει μια χωριστή σκηνή του δράματος; Να δικαιολογήσετε την άποψή σας.
Κλεόβουλος Κλώνης (1900-1988),
Μακέτα σκηνικού για το έργο Η θυσία του Αβραάμ (1933), Εθνικό Θέατρο
Μακέτα σκηνικού για το έργο Η θυσία του Αβραάμ (1933), Εθνικό Θέατρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου